ένρυθμος

ένρυθμος
και έρρυθμος, -η, -ο (AM ἔνρυθμος, -ον) [ρυθμός]
αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε αντίθεση προς το άρρυθμος)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔνρυθμος — of rhythm masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνρύθμως — ἔνρυθμος of rhythm adverbial ἔνρυθμος of rhythm masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνρυθμον — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem acc sg ἔνρυθμος of rhythm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνρύθμου — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνρύθμους — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνρύθμων — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνρύθμῳ — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνρυθμοι — ἔνρυθμος of rhythm masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρρυθμος — ον και ένρυθμος, ον (A ἔρρυθμος, ον και ἔνρυθμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικός («ἔρρυθμος λόγος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρυθμός, με αφομοίωση τού ν προς το ρ ] …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”